Περιγραφή
«Σύνια» από την Μάγδα Πίκη
Η Σύνθια ήταν δεν ήταν εφτά χρονών. Ακουμπούσε στην άμμο βότσαλα που έπαιρνε από ένα καλαθάκι και τα τοποθετούσε όμορφα το ένα δίπλα στο άλλο, το ένα πάνω στ’ άλλο. Στη λεία πλευρά, ζωγραφισμένη μια μορφή γυναικεία. Η ίδια μορφή, με διαφορετικά όμως χρώματα για κάθε βότσαλο. Μαύρα μαλλιά, κόκκινα μαλλιά, μπλε μαλλιά, μοβ μαλλιά. Το μαντίλι στο λαιμό ακολουθούσε τις χρωματιστές αλλαγές των μαλλιών. Όμορφα συνδεμένα. Μόνο τα μάτια έμεναν ίδια. Μεγάλα μπλε. Και μονογραφή στην ακρούλα της πέτρας.
Η θάλασσα ανέβαινε ανάλαφρη και έβρεχε τις πέτρες με τη ζωγραφιά. Ζωήρευε τα χρώματά τους, λουστράριζε το πρώτο υλικό, που λαμποκοπούσε στον ήλιο και έπαιρνε ψυχή. Αποτραβιόταν το κύμα και άφηνε αφροκορδέλες να δένουν τα άλυτα χυτά και άλλοτε φουντωτά μαλλιά της νεροζωνταμένης εικόνας. Τραγουδούσαν τα βότσαλα της ακροθαλασσιάς καθώς αργοχαΐδεύονταν τα νερά πάνω τους και ακουγόταν το γέλιο του παιδιού ανακατεμένο με των γλάρων.
Εκείνη τη στιγμή, από το ξύλινο μπαλκονάκι που ανοιγόταν στη γαλανή απλωσιά, ακούστηκε η ζεστή φωνή της νονάς : «φόρεσε την ψάθα σου, Σύνθια. Θα σε κάψει ο ήλιος.»
Γύρισε το κοριτσάκι και κοίταξε προς το δίπατο σπίτι. Η ματιά πέρασε ανάμεσα από τα ,μαντεμένια κάγκελα του μπαλκονιού, βαμμένα μπλε, και ακούμπησε τρυφερά στο ασημί κεφάλι και στο φθινοπωρινό πρόσωπο της νονάς.