Περιγραφή
Τίποτα το νεώτερο από το Δυτική Μέτωπο
… Η μαύρη γη, αυτή η μαύρη γη που ‘ναι σχισμένη και τρυπημένη, που ρίχνει μια σταχτιά γυαλάδα στις ακτίνες του ήλιου, αποτελεί το πίσω πλάνο ενός βουβού αυτοματισμού δίχως άνεσι. Το λαχάνιασμά μας είναι ο θόρυβος που κάνουν τα εξαρτήματα του μηχανισμού. Τα χείλη μας είναι στεγνά. Το κεφάλι μας είναι πιο βαρύ από μιας νύχτας μέθη. Σ’ αυτήν την κατάσταση προχωρούμε τρικλίζοντας, και στις ψυχές μας που ‘ναι τρύπιες σαν σουρωτήρια, εισχωρεί μ’ ένα διαπεραστικό πόνο, η εικόνα της μαύρης αυτής γης, μ’ αυτόν τον παχύ ήλιο και αυτούς τους ζεστούς ακόμα νεκρούς στρατιώτες, που βρίσκονται ξαπλωμένοι εκεί σαν να ‘ταν κάτι το αναπόφευκτο, σαν πηδούμε πάνω από τα κορμιά τους.
Έχομε χάσει κάθε αίσθημα ανθρωπισμού και αλληλεγγύης. Μόλις κατορθώνωμε να αναγνωρίση ο ένας τον άλλον, όταν η εικόνα του ενός πέσει μπροστά στη ματιά μας, που είναι ματιά κυνηγημένου ζώου. Είμαστε αναίσθητοι νεκροί, οι οποίοι με ένα στρατήγημα ή κάποια επικίνδυνη μαγεία γινήκαμε και πάλι ικανοί να τρέχωμε και να σκοτώνουμε…( Απόσπασμα μέσα από το βιβλίο)